- πολεμοφόδια
- ταεφόδια για τη διεξαγωγή του πολέμου: Οι γυναίκες κουβαλούσαν πολεμοφόδια στους πολεμιστές.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πολεμοφόδια — και πολεμεφόδια, τα, Ν το σύνολο τών εφοδίων που χρησιμοποιούνται στον πόλεμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόλεμος + εφόδια. Ο τ. πολεμοφόδια προήλθε από τον ορθό τ. πολεμεφόδια με αφομοιωτική τροπή τού ε σε ο . Η λ. πολεμεφόδια μαρτυρείται από το 1824 στην… … Dictionary of Greek
Αλεξανδράτος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Φωκάς. Καραβοκύρης από την Κεφαλονιά. Προσέφερε πολλά στον Αγώνα και κυρίως χρήματα και πολεμοφόδια για τα διάφορα εκστρατευτικά σώματα που συγκρότησαν κατά καιρούς οι Κεφαλλονίτες. 2. Νικόλαος. Καραβοκύρης από την… … Dictionary of Greek
Αντωνόπουλος — I Επώνυμο τριών διακεκριμένων οικογενειών, αγωνιστών του 1821, που προσέφεραν πολλές υπηρεσίες στο ελληνικό έθνος. 1. Οικογένεια από την Ανδρίτσαινα. Δύο από τα μέλη της ήταν αγωνιστές του 1821, o Αντώνιος και ο Γεώργιος. Ο πρώτος σε μικρή ηλικία … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
εφόδιο — το (ΑΜ ἐφόδιον, Α συν. στον πληθ. ἐφόδια, τὰ και ιων. τύπος ἐπόδια) 1. τα αναγκαία χρήματα ή τρόφιμα για την οδοιπορία ή το ταξίδι 2. γενικώς τα αναγκαία, τα απαραίτητα για κάτι και ειδικώς τα απαραίτητα πολεμοφόδια, καθετί που χρειάζεται για τη… … Dictionary of Greek
κεχαγιάς — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821 από την Άμφισσα. 1. Ευστάθιος. Αρχικά υπηρέτησε στο σώμα του Πανουργιά. Διακρίθηκε στη μάχη στο χάνι της Γραβιάς, όπου μετέφερε πολεμοφόδια για τους αμυνόμενους και βοήθησε σημαντικά στην παράταση της άμυνας … Dictionary of Greek
κράμα — Μεταλλικό προϊόν, το οποίο αποτελείται από δύο ή περισσότερα στοιχεία και έχει τη μορφή στερεού διαλύματος, διαμεταλλικής ένωσης ή μείγματος μεταλλικών φάσεων. Τα κ. σχηματίζονται με ανάμειξη των μετάλλων σε κατάσταση τήξης, για να δώσουν, μετά… … Dictionary of Greek
λιμάνι — Προστατευμένη φυσική ή τεχνητή περιοχή σε παραλία, σε όχθη ποταμού ή λίμνης, που προσφέρεται για την ασφαλή παραμονή των πλοίων, όπου μέσω λιμενικών εγκαταστάσεων, τα πλοία έχουν τη δυνατότητα φορτοεκφόρτωσης εμπορευμάτων, μεταφοράς επιβατών,… … Dictionary of Greek
μουνιτσιόν — και μουνετσιόν, τὸ (Μ) πολεμοφόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. munizion (βλ. λ. μουνιτσιόνε) … Dictionary of Greek